ἀγαθοεργίας

ἀγαθοεργίας
ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία
good deed
fem acc pl
ἀγαθοεργίᾱς , ἀγαθοεργία
good deed
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • благодѣльѥ — БЛАГОДѢЛЬ|Ѥ (2*), ˫А с. Благодеяние, польза: о пока˫ании... оного гл҃ю иже свобоженье рабу иже на хартьи ѡ(т) мт҃ре своѥ˫а оукрадъшю. и мнѩща бл҃годѣльѥ давша рабу ѥго. (ἐξ ἀγαϑοεργίας) ПНЧ XIV, 177б; ины главизны ѡ(т) бж(с)твныхъ писании.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благодѣтельство — БЛАГОДѢТЕЛЬСТВ|О (1*), А с. Благодеяние: не бо гл҃ю ˫ако ѡ васъ таковое свершаетсѩ. и сущии въ врача мѣсто. ˫ако будеть оу˫азвенъ нѣкто... въ сп҃са мѣсто погибелникъ виноватои. не бо оучiтеле въѡбражающе бещестье. первонаписателе сп(с)нью.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • благодѣяниѥ — БЛАГОДѢ˫АНИ|Ѥ (76), ˫А с. 1.Доброе дело, благотворительность, благодеяние: Аште никоѥго же бл҃годѣ˫ани˫а отъ сего не приимали бышѩ. то въ приношен никако же бышѩ поминаѥмы. (εὐεργεσίας) Изб 1076, 133 об.; такожде и таковыи... кънигы коупѩи. аще… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • βραβείο — Έπαθλο ή αριστείο που απονέμεται σε άτομο που αρίστευσε ή προσέφερε ιδιαίτερες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα, στον ηθικό, πνευματικό, επιστημονικό ή αθλητικό τομέα. Το β. που συνίσταται γενικά σε δίπλωμα, απονομή τιμητικής διάκρισης ή σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • θησαύριση — η (Μ θησαύρισις) [θησαυρίζω] 1. θησαύρισμα, αποταμίευση, απόκτηση θησαυρού, πλουτισμός 2. (ειδ. για φιλολ. συναγωγές) συγκέντρωση, συναγωγή, συλλογή («θησαύριση λέξεων») μσν. μτφ. πλησμονή αγαθοεργίας («θησαύρισις ἀγαθῶν ἔργων», Θεόδ. Στουδ.) …   Dictionary of Greek

  • ασφάλιση, κοινωνική — Δραστηριότητα με την οποία το κράτος άμεσα ή με τη μεσολάβηση οργανισμών που βρίσκονται υπό τον έλεγχό του προσφέρει στον εργαζόμενο, αντί ορισμένης τακτικής χρηματικής καταβολής, υλικές παροχές και υπηρεσίες σε περιπτώσεις ασθένειας, σωματικής ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”